Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

23 μέρες πριν το ναυάγιο (αδράνεια)

Οι βλάβες άρχισαν η μια μετά την άλλη τα μεσάνυχτα της Κυριακής. Μέχρι το πρωί το πλοίο είχε μείνει βουβό και ακυβέρνητο. Μόνο οι κοφτοί ήχοι των βιαστικών βημάτων στην λαμαρίνα και οι ανήσυχες θυμωμένες φωνές των ναυτικών γέμιζαν τον αέρα μέσα και γύρω από το καράβι.

Με το πρωινό φως η κατάσταση ηρέμησε. Κάποιοι έμειναν να παλεύουν με τις βλάβες και οι υπόλοιποι στις κουκέτες να παλεύουν με τους φόβους και την αγωνία.

Ο Παντελής έστειλε τον καπετάν Μάρκο για ύπνο και έμεινε στην γέφυρα

Ο ‘Μικρός’ έφερε μια κανάτα καυτό τσάι. Πήραν και ένα πακέτο τσιγάρα αμερικάνικα από του ντουλαπάκι του καπετάνιου κάτω από τον ασύρματο και το ξανακλείδωσαν.

«Σου έχει συμβεί αυτό άλλη φορά Παντελή;»

«Αυτό το πράγμα όχι. Και οι μηχανές και οι γεννήτριες…Ξεψύχησε το καράβι.»

«Το τελευταίο σου ταξίδι είναι αυτό;»

Ο Παντελής χαμογέλασε . «Το προτελευταίο». Χτύπησε απαλά τις τσέπες του ψάχνοντας για αναπτήρα. «Έχεις φωτιά Μικρέ;»

Έβαλε τα χέρια του γύρω από την φλόγα και ένιωσε το χέρι του μικρού να τρέμει. Γύρισε τα μάτια ψηλά χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και τον κοίτάξε καθώς άφηνε τον καπνό να βγει μαζί με την ανάσα του. «Φοβάσαι Μικρέ;»

«Ανησυχώ Παντελή»

«Να ανησυχείς .Δεν είναι κακό. Όταν είσαι ακίνητος να ανησυχείς. Κοίτα. Τώρα όλα μοιάζουν ακίνητα. Όμως το καράβι υπακούει στα ρεύματα του νερού και του αέρα. Δεν υπακούει σε μας. Έτσι είναι. Κινείται αργά. και ανεπαίσθητα και μας παρασύρει. Τους βλέπεις πως τρέχουν πανικόβλητοι; Λες και τους παρασύρει η αδράνεια. Όμως δεν είναι η αδράνεια που σε «πετάει» μπροστά στο φρενάρισμα του λεωφορείου. Είναι η αδράνεια που έχει το μυαλό, οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα ένστικτα. Όλα αυτά ταξίδευαν μαζί με το καράβι. Και τώρα που το καράβι σταμάτησε αυτά συνεχίζουν και κινούνται με την ορμή του. Φυλάξου μικρέ. Έρχονται δύσκολες νύχτες.

24 μέρες πριν το ναυάγιο



Ξημέρωσε κι η σημερνή μέρα, Κυριακή νά'μαστε καλά, και ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ έπλεε ανοιχτά έξω από τα Κανάρια. Ηταν η εποχή που είχε κλείσει το Σουέζ και τα φορτηγά πλοία κάναν το γύρο της Αφρικής για να πάνε προς τον Ινδικό και τις θάλασσες της Ανατολής. Αυτή τη φορά, το μπάρκο ήτανε για Πόρτο Λάγος Νιγηρία κι από εκεί για Κέηπ Τάουν. Μετά, αν ήθελε ο Θεός και η τύχη, μακάρι να φορτώναν για Σιγκαπούρη, όπου να μέναν και κάνα μήνα για επισκευές. Το καράβι χρειαζόταν επειγόντως ένα γερό καθάρισμα στο σκαρί, κάτω απ' τα ίσαλα, συντήρηση μιας μηχανής και αλλαγή της άλλης, που, όπου νά 'ναι, θα τά 'φτυνε. Βόγγαγε σαν ασθματικός στα τελευταία του. Ηταν κι η τρύπα που είχε ανοίξει στο δεξί αμπάρι και που την είχαν ψιλομπαλώσει στο Οράν. Ο καπετάνιος δεν ανησυχούσε, είχε διατάξει να μένει άδειο εκειό το αμπάρι, οπότε δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί και το πλήρωμα.


Η θάλασσα έπαιρνε στο ηλιοβασίλεμα ένα κιτρινόγκριζο αρρωστημένο χρώμα και ο Παντελής θυμόταν τα πρώτα του ταξίδια στην περιοχή αυτή. Τότε που είχε μπαρκάρει τζόβενο ο Γιωργής από τα Τρίκκαλα. Αυτός ο Γιωργής ήταν ο καλύτερος άνθρωπος και ναυτικός που είχε συναντήσει στη ζωή του. Γελαστός και πρόθυμος, με τον καλό λόγο στα χείλη βρέξει χιονίσει. Το καράβι τότε ήταν γκαζάδικο και ανήκε στο στόλο του Ωνάση, πριν το πάρει ο τωρινός ιδιοκτήτης και το μετατρέψει σε φορτηγό. Ερε, δόξες και ταξίδια τότε! Στιγμή δεν έμενε σε λιμάνι, που λένε. Ολο στο δρόμο της θάλασσας βρισκόντουσαν. Ατλαντικό, Περσικό, Ινδικό, ακόμα και Ειρηνικό -μια φορά. Από τα καφτά νερά του Ινδικού στα παγωμένα της Βόρειας θάλασσας μέσα σ' ένα μήνα. Εκεί μάλλον άρπαξε τη γερή βρογχίτιδα που ακόμα, όλο και πιο συχνά, τον ταλαιπωρεί.

Η Κυριακή ήταν μέρα ξεκούρασης για τους τρεις καμαρότους του πλοίου. Τις Κυριακές οι δουλειές τους ήταν μειωμένες, ασχολούνταν μονάχα με λιγοστές αγγαρείες. Μόνο στην τραπεζαρία εργαζόντουσαν και όχι στις καμπίνες και στα καταστρώματα. Οπότε, ο Παντελής είχε την πολυτέλεια να μπορεί να ρεμβάζει τις απογευματινές ώρες και ν' απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα ακουμπισμένος στην κουπαστή. Ετσι θυμήθηκε το Γιωργή και τα τρία ολόκληρα ζαχαρένια χρόνια που είχαν συνταξιδέψει. Μέχρι που ξεμπάρκαρε και παντρεύτηκε κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κι ούτε που χρησιμοποίησε ποτέ το δίπλωμα του γραμματικού. Η γυναίκα τον πήρε από τη θάλασσα βλέπεις. Αντάλλασσαν κάρτες ευχετήριες αραιά και που στην αρχή, τώρα πια όμως η θερμή φιλική σχέση τους είχε ξεφτίσει.

Ετσι είναι. Γυναίκα μαθές και η θάλασσα, και μπορεί να την απατά ένας άντρας. Ο Παντελής όμως της έμενε πιστός και, ως φαίνεται, θα της έμενε για πάντα, ίσαμε το τέλος της ζωής του. Υπάρχουν άντρες που τα ταιριάζουν καλά, έχουν και γυναίκα και οικογένεια με παιδιά, έχουν και τη θάλασσα ερωμένη, μερικοί έχουν κι άλλες γυναίκες στα λιμάνια, και το φέρνουν βόλτα όλο αυτό το γυναικομάνι. Αυτός μέ τη θάλασσα έμενε και κάπου κάπου δυσκολευόταν κιόλας να την κάνει ζάφτι. Ολο τα δικά της έκανε και τον παίδευε. Πότε τον ζάλιζε με μυρωδιές, πότε με τις φουρτούνες της και πότε τον καλόπιανε, καλή ώρα το σημερνό απομεσήμερο, με την απλάδα και τη γαλήνη της.

Τώρα που το ξανασκέφτεται, με το Γιωργή συναντήθηκαν τελευταία φορά στο γάμο του Γιαννάκη του Σκεντζέ, σ' ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Τρόμαξαν να πάνε σε κείνο το χωριό, όλο κατσικόδρομοι και γκρεμοί, χειρότερα κι απ' το δικό του το κατσάβραχο. Ο Γιαννάκης πάντως έσκιζε μέσ' στα γαμπριάτικα και, παρόλο που είχε σαράντατόσους καλεσμένους, αφιέρωσε στους "φίλους απ' τα καράβια" -όπως τους παρουσίαζε- περισσότερο χρόνο κι απ' όσο στη νύφη, μια πεντάμορφη μικροκαμωμένη κοπελίτσα. Ο Γιαννάκης θα ξαναμπαρκάριζε καμαρότος, αλλά σε πλοίο της γραμμής Αργοσαρωνικού. Είχε τα μέσα ο πεθερός βλέπεις, και φρόντιζε την κορούλα του να μη μένει μόνη και πλαντάζει. Πάει κι ο Γιαννάκης λοιπόν, θυσία στα ρηχά για μια γυναίκα κι εκείνος.

«Τι σου είναι ο άνθρωπος λοιπόν, αχ!» συλλογίστηκε αναστενάζοντας, «τρεις φίλοι, τρεις ναυτικοί, κι όλοι από τα βουνά!» Ισως αυτή να ήταν και η αιτία για το δέσιμό τους, η ορεινή καταγωγή τους. Οι άλλοι, οι καθαυτό θαλασσινοί, νησιώτες κυκλαδίτες, επτανήσιοι ή κρητικοί, τη θάλασσα την είχαν μέσα τους, την κουβαλούσαν από γεννησιμιού τους, οπότε ήταν φυσικό να την αγαπούν και να δένονται μαζί της. Αυτοί οι βουνήσιοι, πώς έγινε και βρεθήκαν στα πέλαγα; Αυτός ο ίδιος ιδίως, που ούτε ζωγραφιστή δεν την είχε δει ως τα δεκαεννιά του, αυτός έμενε κολλημένος μαζί της και το έβρισκε κιόλας εντελώς φυσικό.




Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2007

25 μέρες πριν το ναυάγιο (Μυστικά)

Το πιο βαρύ φορτίο που κουβάλαγε το καράβι δεν ήταν το σίδερο. Ήταν τα μυστικά των ναυτικών. Και όσο κινδύνευε το εμπόρευμα να ξεχυθεί από τις ρωγμές στη λαμαρίνα άλλο τόσο απειλούσαν οι κραδασμοί της ζωής τα μυστικά των ανθρώπων. Γιατί τα μυστικά είναι ρευστά. Έχουν γεύση και μυρωδιά. Κάποιες φορές είναι γλυκά, κάποιες άλλες σε μεθούν και μερικές φορές είναι πικρά τόσο που να σε πονούν.

Ο Παντελής δεν είχε δικά του μυστικά, είχε όμως τα μυστικά των άλλων. Κρυφούς έρωτες, ασυνήθιστες αγάπες, μικρές απάτες, απιστίες, μεγάλες ενοχές. Όλα γραμμένα στο μυαλό του. Τα πιο πολλά γραμμένα στην ώρα της βάρδιας τη νύχτα στη γέφυρα του πλοίου, τότε που τα μάτια κοιτούν μπροστά στο σκοτάδι ή στο σκοτεινό φως του φεγγαριού.

Ο πρόλογος ενός μυστικού, σκεφτόταν ο Παντελής, είναι η σιωπή που ανακατεύει τις σκέψεις, μέχρι μια να κολλήσει στην όχθη του μυαλού. Και τότε θες να την μοιραστείς όπως ξεσκαλώνεις το κλαδί που μπλέχτηκε στα βράχια και αντιστέκεται στην ροή του νερού.

Τι αναρωτιέσαι Παντελή; Αν όλες αυτές οι εκμυστηρεύσεις ήταν ανάγκη πραγματική; Η μήπως ήταν επιταγή της πλήξης που προκαλούν τα ταξίδια με τον ίδιο σκοπό στον επαναλαμβανόμενο προκαθορισμένο προορισμό;

«Θα σου απαντήσω μόνο γιατί με είπες με το όνομά μου. Δεν ξέρω. Οι άνθρωποι λένε μυστικά όταν απεγνωσμένα περιμένουν να συμβεί κάτι, με τον ίδιο τρόπο που φοβούνται μήπως η αποκάλυψή τους αλλάξει αυτό το "κάτι" που "απολαμβάνουν" στη ζωής τους. Ίσως λοιπόν να πρόκειται για μια ανάγκη να πολεμήσεις την πλήξη.Δε ξέρω.Εχει φεγγάρι σήμερα. Τα μυστικά ξαγρυπνούν»

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2007

26 μέρες πριν το ναυάγιο



Είκοσι έξι μέρες είχε μπροστά του ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, ο σκυλοπνίχτης που μαζί του ταξίδευε ο Παντελής τόσα χρόνια, δέκα χρόνια ακριβώς παραπάνω από τη μισή του ζωή. Είχε καβατζάρει πια για τα καλά τα πενηνταπέντε και ετοιμαζόταν ψυχολογικά να βγει στη σύνταξη. Το ταμείο των ναυτικών ήταν καλό ακόμα, δεν είχε πάθει το κάζο που θα τό'φερνε σχεδόν στον πάτο. Είχε επισκεφτεί μια φορά το κτίριο στην οδό Ακαδημίας όταν ήταν καινούργιο ακόμα και είχε θαυμάσει τι μπορούν να κάνουν οι ναυτικοί με τα λεφτά τους, τα λεφτά που βγαίνανε με το χάρο να παραφυλάει στα κύματα, στους αέρηδες, στις ξέρες. Από αυτό το ταμείο, το Ν.Α.Τ., θα έπαιρνε σύνταξη και είχε αρχίσει να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει στη στεριά.

Να γυρίσει στο χωριό του, ούτε λόγος. Η γενιά η παραπάνω απ' αυτόν είχαν πεθάνει όλοι σχεδόν εκτός από τη θειά Μαριγούλα, που ήταν μισότυφλη. Ο αδερφός του ο μικρός ζούσε από χρόνια στη Γερμανία, εκεί είχε κάνει οικογένεια, εκεί τον είχε οδηγήσει το ριζικό του. Κάτι ξαδέρφια είχε, αλλά ποιος τα χέζει. Οταν η μάνα του χαροπάλευε, ένα ποτήρι νερό δεν της δώσαν, μόνο κοίταζαν ποιος να πρωτοπάρει πράματα -ζώα και χωράφια- μια και τον είχαν ξεγραμμένο. Κανείς στο χωριό δεν πίστευε ότι ο Παντελής θα γύρναγε μια μέρα, «αυτός πάει, τόν πήρε η θάλασσα» λέγαν και σταυροκοπιόντουσαν.

Εκείνος όμως θα τό'θελε να γυρίσει, μόνο αν ζούσαν τα γονικά του κι άμα ήταν νεότερος, νά'βρισκε καμιά μεγαλοκοπέλα και να παντρευόταν καλά θά'ταν. Χωρίς κοντινούς συγγενείς και χωρίς προξενειό στον ορίζοντα, χωρίς δικά του ζωντανά, τι να πήγαινε να κάνει; Να πάει να τσακωθεί με τα ξαδέρφια ή να χαραμίζει τις ώρες του στο καφενείο; Αμπα, με καμιά κυβέρνηση δε θα γύρναγε πίσω. Το τι θά'κανε με τη σύνταξη θα το λόγιαζε όταν θα'ρχόταν εκείνη η ώρα.

Τόσα χρόνια στις θάλασσες, ο Παντελής ο Στάκας δεν είχε μάθει να κολυμπά. Ποτέ του δεν δοκίμασε να μπει μέσα στο νερό. Οχι πως το φοβόταν, αλλά του έφτανε που ήταν συνέχεια περιτριγυρισμένος από αυτό, που η αλμύρα του πότιζε το δέρμα. Του ήταν αρκετό να σεργιανίζει έξω στα καταστρώματα, όταν σταμάταγε τη δουλειά, όπως κάνουν οι στεριανοί βόλτα στις πλατείες. Εκεί, παλιά, συναντούσε το νονό του το λοστρόμο. Στα πέντε χρόνια ταξιδιού, εκείνος έμεινε στη Μαρσέγια με μια μαροκινή γαλλίδα, άσπρη και ξανθιά, από αυτές που λένε "μαυροπόδαρες" επειδή ήταν γέννημα-θρέμμα του Μαρόκου αλλά φερμένες στη Γαλλία μετά την ανεξαρτησία. Ηταν παντρεμμένη μ' ενα λογιστή, αλλά μόλις γνώρισε το νονό του το λοστρόμο ξεμυαλίστηκε -όχι λιγότερο από κείνον- και παράτησε άντρα και τρία παιδιά για να ζησει μαζί του αστεφάνωτη.

Τα υπόλοιπα χρόνια ως τα σήμερα, έφερνε το νονό στη σκέψη του και τον φανταζόταν ευτυχισμένο με τη "μαυροπόδαρη" γαλλίδα του να ψαρεύει στο παλιό λιμανάκι της Μαρσέγιας. Δεν του πέρναγε από το νου ότι μάλλον πίπες θά'χαν γίνει τα κοκκαλάκια του νονού, τόσος καιρός που είχε περάσει. Οταν έχουμε καιρό να δούμε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, σα να μη περνούν τα χρόνια για κείνο. Φέρνουμε την εικόνα του στο νου μας όπως τη γνωρίζαμε και ο χρόνος που περνά για μας σα νερό, για κείνο στέκει ακίνητος, μη πω και ότι πάει και προς τα πίσω. Η εικόνα που βρισκόταν στου Παντελή το μυαλό για το νονό του, ήταν ακριβώς εκείνη που είχε παλιά, όταν είχε πάει στο χωριό το τελευταίο Πάσχα πριν τον καλέσει να μπαρκάρει και ήταν η μορφή ενός άντρα σαραντάρη, γερού και δυνατού.

«Ε, Παντελή, τι σκέβεσαι πάλι;» τον ρώτησε ο Θάνος ο μανιάτης από το μπαρ του πληρώματος, προσθέτοντας «να βάλω ακόμα μια μπιρίτσα;»

Αλλο κουμάσι και τούτος δα, σκέφτηκε ο γερο-καμαρότος κι έγνεψε "όχι" με το κεφάλι. Θύμωσε που τού'κοψε στη μέση το συλλογισμό για το νονό και τη γαλλίδα και τη σύνταξη ή λυπήθηκε; Σηκώθηκε πάντως και, αφήνοντας ένα «άντε και καληνύχτα» μαζί με τα λεφτά για τις μπίρες, κίνησε για την καμπίνα των καμαρότων. Κανονικά, δικαιούνταν μοναχική καμπίνα τόσα χρόνια στο καράβι, η μοναξιά τον βάραινε πολύ όμως και, όταν ο καπετάνιος του το πρότεινε, είχε το κουράγιο να αρνηθεί. Η μοναξιά, αχ, αυτο είναι το σαράκι του ναυτικού πιότερο κι από τη νοσταλγία της στεριάς. Παλιά, κάθε που πιάνανε λιμάνι κατέβαινε για ένα γύρο, να δει το μάτι του κι άλλο κόσμο. Τώρα πια τα λιμάνια τά'χε γνωρίσει καλά, ο κόσμος σα να ήταν ίδιος παντού, το σπίτι κι η ζωή του ήταν το καράβι και δεν είχε πλέον περιέργεια να δει τίποτ' άλλο. Ετσι και σήμερα, πήγαινε για ύπνο την ώρα που οι περισσότεροι είχαν βγει για τσάρκα στα στενά του Οράν. Αύριο θα σηκώναν άγκυρα και ήθελε νά'ναι ξύπνιος από νωρίς.


Σχόλια -Ι




Ανοίγω μια σελίδα για σχόλια, που θα εμφανίζεται στη δεξιά μπάρα. Οταν έχουμε να σχολιάσουμε κάτι που δεν αφορά τα posts, μπορούμε να σχολιάζουμε στα σχόλια, να ανταλλάσσουμε ιδέες για την πρόοδο της αφήγησης, κλπ.





Προσθέτω και δυο φωτό του Στέφανου, μια από το προφίλ του και μια που μου έστειλε, ώστε να διαλέξει ποια θα μπει στη μπάρα. Για την ώρα βάζω την πρώτη, την αγριεμένη που φέρνει πιο πολύ σε θαλασσόλυκο(!!) αν και προτιμώ τη δεύτερη!!!

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007

27 μέρες πριν το ναυάγιο- (Το "τετράδιο")

Έμεναν επτά μέρες ακριβώς μέχρι το ναυάγιο. Που να το ξέρει ο Παντελής. Αν και θα έπρεπε να θυμάται το φλιτζάνι που του είχε πει η Ζηνοβία στο Πέραμα πριν φύγει για το δεύτερο μπάρκο. Αλλά σιγά μη θυμόταν. Άσε που δεν τα πίστευε αυτά.

Όμως τον παραξένευε λίγο που εκείνη η εκκρεμότητα είχε κολλήσει «φάτσα κάρτα» -όπως έλεγε ο λοστρόμος- στον ουρανό της κουκέτας του. Και ήταν η μοναδική εκκρεμότητα της ζωής του Παντελή.Μέχρι εκείνη την νύχτα.

Βγήκε να περπατήσει λίγο στο κατάστρωμα, να αλλάξει μυρωδιές και να νιώσει το καράβι να κινείται. Δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να προχωρήσει την ζωή του μπροστά. Αρκεί που προχωρούσε το καράβι. Μη σας φαίνεται παράξενο. Ίσως έχει συμβεί και σε εσάς. Όχι; Μα ελάτε τώρα. Η ζωή του Παντελή μετριόταν με εκατόν είκοσι βήματα από την πρύμνη στην πλώρη. Η δική σας ίσως να μετριέται με εκατόν είκοσι μέτρα ή χιλιόμετρα. Τι σημασία έχει. Τι σημασία έχει αν περιμένεις το επόμενο λιμάνι ή το επόμενο σαββατοκύριακο, την επόμενη αργία; Όλοι έχουμε να περιμένουμε κάτι. Άσχετο αν το διαλέξαμε εμείς ή οι άλλοι.

«Η ζωή και το καράβι κινείται ακόμα και όταν κοιμόμαστε» είχε πει ένα βράδυ ο Παντελής. Και όλοι γέλασαν. «Α ρε Παντελή. Θαλασσοκαλόγερε». Αλλά αυτός συνέχισε. «Θυμάστε το βράδυ που έσβησαν οι μηχανές; Που την βγάλατε όλοι στο κατάστρωμα , στο κρύο; Μόνο και μόνο για να ακούτε τον θόρυβο της θάλασσας και του αέρα; Δεν αντέχετε τον θόρυβο του μυαλού σας ε;». «Βάλε του ένα κίτρινο ακόμα ρε μικρέ να μας πει και άλλα» φώναξε χαμογελώντας ο «δεύτερος». Ο «μικρός» κοκκίνισε καθώς του γέμιζε το ποτήρι. Ο «μικρός» είχε μόνο εικοσιπέντε χρόνια πίσω του, τα μισά του Παντελή, «Και που είσαι μικρέ. Δεν φέρνεις το τετράδιο να τις γράφεις τις σοφίες του Παντελή φρέσκιες μην τις ξεχάσεις; Έλα ρε που ντρέπεσαι και κοκκινίζεις. Παντελή ξέρεις πως ότι κάθε 'σοφία' που μας λες πάει και την γράφει ο μικρός το βράδυ, στα σκοτεινά, στο τεφτέρι του;»

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

28 μέρες πριν το ναυάγιο



Ούτε που θυμόταν πλέον πότε ακριβώς είχε μπαρκάρει σε τούτο το σκυλοπνίχτη. Εδώ τ' όνομά του κόντευε να ξεχάσει, ημερομηνίες θα θυμόταν; «Με λένε Παντελή» μουρμούριζε μέσ' απ' τα δόντια του τις νύχτες που ξάπλωνε στη μικρή καμπίνα των καμαρότων να ξεκουράσει τα κόκκαλά του με τις σκουριασμένες κλειδώσεις -τα είχε φάει η αλμύρα τόσα χρόνια. Δεν είχε παράπονο πάντως από τη ζωή, αυτό που ήθελε του το είχε δώσει και με το παραπάνω. Στο κάτω κάτω της γραφής, όταν ζήταγε να φύγει απ' το χωριό του και να ζήσει στη θάλασσα, που τότε δεν την είχε δει ακόμα ούτε ζωγραφιστή, ας ζήταγε κι ένα καράβι σε καλύτερη κατάσταση. Τώρα ήταν αργά για ν' αλλάξει ο,τιδήποτε. Μαζί θα πηγαίναν φούντο, έτσι όπως ήταν τα πράγματα. Αν γνώριζε ότι αυτό το τέλος θα ερχόταν σε 28 μέρες από τη σημερινή, ίσως να άλλαζε κάτι -ίσως και όχι.

Η μόνη εικόνα που 'ρχόταν καθαρά στο νου του απ' τα παλιά, ήταν εκείνη μέσα στο πούλμαν του ΟΣΕ -ΣΕΚ λεγόταν τότε- στο κατέβασμα από Θεσσαλονίκη Αθήνα και μετά Πειραιά, για να μπαρκάρει στο καράβι όπου δούλευε λοστρόμος ο νονός του. «Πάρε με νονέ, πάρε κι εμένα στα καράβια» παρακάλαγε κάθε που ο καπτά Βασίλης ανέβαινε αραιά και που στα κατσικοχώρια του Καϊμακτσαλάν. Εκεί όπου μεγάλωνε ο μικρός Παντελής παρέα με τα βουβάλια, να βοηθά στο άρμεγμα και στο σταύλο από μωρό παιδάκι. Είχανε και μια δασκάλα με ξανθά κοτσίδια που έλεγε να μη δουλεύουν τα παιδιά, αλλά ποιος την άκουγε. Αμα δεν δούλευαν τα παιδιά, πώς θα τα βγάζαν πέρα τα σπίτια;

Για τούτο τα φέρναν στον κόσμο τα παιδιά, για να βοηθάν στα βουβάλια, αυτό είχε μάθει ο μικρός Παντελής. Οταν πήγαινε κάποια πρωινά στο σχολείο, έχοντας προσφάει ψωμί σταρένιο βουτηγμένο σε κρασί και κουτούλαγε στο μάθημα, είχε στο νου όχι τι έγραφε η ξανθιά στον πίνακα αλλά την ώρα που θα ξαναγύρναγε στους στάβλους να στοιβάξει τις σβουνιές και να ρίξει νερά στο πατημένο χώμα. Τις σβουνιές ερχόντουσαν εργάτες και τις παίρναν να φτιάξουν πατώματα καινούργια στα σπίτια ή να φρεσκάρουν τα παλιά. Η δασκάλα τον τράβαγε από τη μια, ο πάππος από την άλλη, στο τέλος νίκησε ο νονός του ο Βασίλης που έστειλε το κάλεσμα της ζωής του, ένα τηλεγράφημα και μια επιταγή ταχυδρομική για να ψωνίσει κουστούμι και για τα ναύλα του.

Τη θάλασσα δεν την είχε δει ποτέ ίσαμε τότε ο Παντελής. Μόνο ζωγραφιστή, σε κάτι φωτογραφίες ασπρόμαυρες που έστελνε ο νονός από μυθικά μέρη, Αμβέρσα, Αμστερνταμ, και άλλα τέτοια που μπερδευόταν η γλώσσα να τα λες. Ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς μπορούσε να πλέει πάνω στο νερό ένα τόσο μεγάλο πράγμα, όπως του περιέγραφε ο νονός του το καράβι, σαν ένα θεόρατο σπίτι εκατό και δέκα φορές σαν το σταύλο τους. Ούτε όταν έφτασε Θεσσαλονίκη είχε καιρό να πάει να ρίξει μια ματιά, γιατί ίσα και πρόλαβε το πούλμαν από το πρακτορείο του ΚΤΕΛ.

Ετσι, καμαρωτός για να κρύβει το φόβο που ταξίδευε για πρώτη φορά μακριά απ' το χωριό του, μπήκε και κάθισε στη θέση νούμερο δεκαεννιά, πλάι σε μια κοπελίτσα. Του είχανε πει να μη μιλάει με αγνώστους, αλλά αυτή η κοπελίτσα που τον ρώτησε από πού είναι και τι σπουδάζει, δεν του φάνηκε καθόλου επικίνδυνη. Απάντησε πως δεν σπουδάζει, ότι το δημοτικό τέλειωσε και δυο τάξεις απ' το γυμνάσιο κι ότι κατεβαίνει Πειραιά για να μπαρκάρει και ότι ποτέ του δεν είδε θάλασσα. Με αυτό το τελευταίο, η κοπελίτσα ξαφνιάστηκε πολύ περισσότερο παρά με τα προηγούμενα, τόσο πολύ που του παραχώρησε τη θέση της δίπλα στο παράθυρο. «Για να τη βλέπεις καλύτερα» του είπε.

Την είδε. Και δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω της. Αυτό το απέραντο γαλάζιο νερό τον μάγεψε μέσα σε μια στιγμή. Το κάλεσμά του το άκουσε με την πρώτη. Αυτή ήταν η μοίρα του, αυτή ήταν η ζωή του, η θάλασσα και τίποτ' άλλο, μόνο η θάλασσα. Θυμάται καλά ότι είχε κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι και σαν να του κόπηκε η μιλιά, σα να μουγκάθηκε απότομα. Σίγουρα, πρέπει να τον ρώτησε η κοπελίτσα αν του αρέσει ή κάτι τέτοιο, αλλά απάντηση δεν βγήκε απ' το στόμα του, ίσως μονάχα κάποιο μουγκρητό. Κάθε φορά που το σκέφτεται, λέει μέσα του πως θά 'πρεπε τουλάχιστο να την είχε ευχαριστήσει για την καλωσύνη της να του δώσει τη θέση στο τζάμι, αλλά τότε πού μυαλό να το σκεφτεί.

------------------
698 λέξεις
οποιος θέλει συνεχίζει με το δικό του τρόπο, όποιος θέλει αρχίζει δική του ιστορία
τίτλο δεν έβαλα γιατί δεν ξέρω πώς θα εξελιχτεί


Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

εικονίδια συνδημιουργών

Παρακαλείται κάθε συμμετέχων να μου στέλνει το εικονίδιο το οποίο τον εκπροσωπεί, πλάτους 126 pixels, ώστε να τοποθετηθεί με αλφαβητική σειρά στη θέση που έχει οριστεί στο Template. Αν δεν έχει τρόπο να το φέρει στις προδιαγραφόμενες διαστάσεις, ας το στείλει και το φτιάχνω. Αν δεν έχει εικονίδιο, θα του βάλω ένα με το ζόρι:-))

Μερσί!:-))

ΣΗΜ. το ύψος του εικονιδίου δεν έχει περιορισμό. Αντε, μετά τα 300 pixels καίγεται!

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2007

Θυμίζω το περσινό ομότιτλο blog και την επιτυχία του



Μπορείτε να το δείτε σε νέο παράθυρο εδώ: 28 days in February 2006 και εύχομαι να αποφασίσετε να συμμετάσχετε...


Ξαναγράφω λίγο πολύ όσα είχα γράψει και πριν από ένα χρόνο στην πρόσκλησή μου:


___________________________

ΟΠΟΙΟΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ, ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙ ΜΕΗΛ ΣΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
___________________________




Βραβεία δεν υπάρχουν, εκτός από την ικανοποίηση που δίνει η γραφή.

Κάθε συμμετέχων θα γράφει τη δική του ιστορία ή θα δίνει μια δική του συνέχεια σε κάποια ήδη υπάρχουσα. Με δυο λόγια, κάνουμε ό,τι θέλουμε, το βλέπουμε όπως μας αρέσει, αρκεί να μη μένει μέρα χωρίς να συμπληρωθεί μια συνέχεια στο blog.

Οταν τελειώσει ο Φλεβάρης, θα έχουμε γνωριστεί καλύτερα, θα έχουμε αγαπηθεί πιο πολύ ή θα έχουμε γίνει... μαλλιά κουβάρια! ;-)

ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
(και καλή επιμονή)