Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

23 μέρες πριν το ναυάγιο (αδράνεια)

Οι βλάβες άρχισαν η μια μετά την άλλη τα μεσάνυχτα της Κυριακής. Μέχρι το πρωί το πλοίο είχε μείνει βουβό και ακυβέρνητο. Μόνο οι κοφτοί ήχοι των βιαστικών βημάτων στην λαμαρίνα και οι ανήσυχες θυμωμένες φωνές των ναυτικών γέμιζαν τον αέρα μέσα και γύρω από το καράβι.

Με το πρωινό φως η κατάσταση ηρέμησε. Κάποιοι έμειναν να παλεύουν με τις βλάβες και οι υπόλοιποι στις κουκέτες να παλεύουν με τους φόβους και την αγωνία.

Ο Παντελής έστειλε τον καπετάν Μάρκο για ύπνο και έμεινε στην γέφυρα

Ο ‘Μικρός’ έφερε μια κανάτα καυτό τσάι. Πήραν και ένα πακέτο τσιγάρα αμερικάνικα από του ντουλαπάκι του καπετάνιου κάτω από τον ασύρματο και το ξανακλείδωσαν.

«Σου έχει συμβεί αυτό άλλη φορά Παντελή;»

«Αυτό το πράγμα όχι. Και οι μηχανές και οι γεννήτριες…Ξεψύχησε το καράβι.»

«Το τελευταίο σου ταξίδι είναι αυτό;»

Ο Παντελής χαμογέλασε . «Το προτελευταίο». Χτύπησε απαλά τις τσέπες του ψάχνοντας για αναπτήρα. «Έχεις φωτιά Μικρέ;»

Έβαλε τα χέρια του γύρω από την φλόγα και ένιωσε το χέρι του μικρού να τρέμει. Γύρισε τα μάτια ψηλά χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και τον κοίτάξε καθώς άφηνε τον καπνό να βγει μαζί με την ανάσα του. «Φοβάσαι Μικρέ;»

«Ανησυχώ Παντελή»

«Να ανησυχείς .Δεν είναι κακό. Όταν είσαι ακίνητος να ανησυχείς. Κοίτα. Τώρα όλα μοιάζουν ακίνητα. Όμως το καράβι υπακούει στα ρεύματα του νερού και του αέρα. Δεν υπακούει σε μας. Έτσι είναι. Κινείται αργά. και ανεπαίσθητα και μας παρασύρει. Τους βλέπεις πως τρέχουν πανικόβλητοι; Λες και τους παρασύρει η αδράνεια. Όμως δεν είναι η αδράνεια που σε «πετάει» μπροστά στο φρενάρισμα του λεωφορείου. Είναι η αδράνεια που έχει το μυαλό, οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα ένστικτα. Όλα αυτά ταξίδευαν μαζί με το καράβι. Και τώρα που το καράβι σταμάτησε αυτά συνεχίζουν και κινούνται με την ορμή του. Φυλάξου μικρέ. Έρχονται δύσκολες νύχτες.