Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2007

22 μέρες πριν το ναυάγιο (κακό μαντάτο)

Και τι τα γράφω όλα τούτα; Μήπως θα τα διαβάσει κανείς; Μέρες τώρα βολοδέρνουμε με την μία μηχανή σμπαράλια και την άλλη με τα δεκανίκια του Γιώργη του μηχανικού. Να πιάσουμε πόρτο στο Πανσίρ Πανζάνκ της Σίνκαπουρ να λασκάρουμε λίγο. Αν είμαστε εκεί κοντά δηλαδή. Γιατί ο Τρίτος μου τα μασούσε σήμερα το πρωί και εγώ δεν είχα δει τα άστρα για μέρες με τούτη τη συνεφιά.

Βουνίσιος ξεβουνίσιος τα άστρα τα ήξερα σαν τις τρίχες στα μάγουλά μου. Είχ' απo μικρός εθιστεί στην ιδέα του μπάρκου. Και ξέρω καλά πότε έγινε αυτό. Τετάρτη δημοτικού. Είχαμε έκθεση με θέμα 'τι θα γίνω όταν μεγαλώσω' και η κυρα Πόπη που έμενε από κάτω μας μου έδωσε ιδέα για την έκθεση: Καπετάνιος. Τρομάρα μου! Από τότε μου κόλλησε. Θα γινόμουν ναυτικός. Και ίσως να το ξέχναγα, να αλλαξοπιστούσα. Όμως είχα μέσα μου μία αντίδραση που με έσερνε από την μύτη. Όταν έφαγα εκείνο το ξύλο από τον πατέρα μου μέσ'τ'αχούρι μουλάρωσα. Δεν ξανάκανα δηλώσεις για το τι ήθελα να κάνω σε κανέναν και για κανένα λόγο. Μόνο στο Δεσποινιώ. Που μου ξερίζωσε την καρδιά το κλάμα της όταν έφυγα, και ας έλεγε ότι καταλαβαίνει, ότι έτσι έπρεπε και ότι θα με περίμενε. Δε με περίμενε.
Και τώρα με το τηλεγράφημα του αδερφού μου τσαλακωμένο στο χέρι σφιχτά, ξαπλωμένος στην σκοτεινή και ακατάστατη κουκέτα, χωρίς φως, νηστικός από την πρωινή γαλέτα, νοιώθω σαν να με πιάνει πυρετός. "Έφυγε" μου γράφει ο Μάριος, "μη ρωτήσεις που πήγε για κανείς δε ξεύρει. Ούτε ο κυρ'Ανέστης που κοντέυει να πεθάνη από την στεναχώρια του" Για να μη το πει στο πατέρα της δεν είναι για καλό. Στην τραπεζαρία που μύριζε λεμονάτο, μου έδωσαν το τηλεγράφημα πριν να σερβιριστούμε και ήμουν όρθιος. Μετά που το διάβασα κάποιος με χαστούκισε άσχημα και όταν τον κοίταξα ήμουν καθιστός. Δεν θυμάμαι ποιός ήταν. Μάλλον ο Πολωνός ο μάγειρας ο Μίσσα, γιατί ακόμα μυρίζω ψαρίλα στο ένα μάγουλο.
Σκοτείνιαζε γρήγορα σ'αυτά τα μέρη. Δεν άναψα το φως. Ξάπλωσα μόνο για λίγο και μετά σηκώθηκα. Πήρα το μπλοκ και έκατσα με την πλάτη στο φινιστρίνι για να βλέπω. Οι σκέψεις με έτρωγαν σαν σκουλήκια από μεσα. Το είχα σεβαστεί το Δεσποινιώ. Μόνο ένα φιλί του είχα πάρει και αυτό ήταν όλο. Και της έγραφα. Στο τελευταίο μου γράμμα της υποσχέθηκα ότι θα φέρω φωτογράφο στο χωριό να την βγάλω φωτογραφία για να την κρεμάσω στην καμπίνα μου. Εκείνη μου είχε γράψει όλα κι'όλα δύο γράμματα. Μού'χε στείλει και μυρτολούλουδα. "Ραντισμένα με αγιασμό στην Αγία Μαύρη" που ήταν το εκκλησάκι που την είχα πρωτοδεί και εκεί που της είχα υποσχεθεί να την πάω νύφη. Και τώρα . . .
Κατάλαβα ότι ήταν εκείνος ο 'μικρός' ο Κρητήκαρος από το χτύπημα στην πόρτα. Σαν να έπεσε πάνω της κοντέϊνερ.
- ";Ώρ'συ Παντελή, άνοιξε που να σου μπει το φίδι στ'άντερο ωρέ καραβουνίσιε!" φώναξε δυνατά, και η φωνή του επιβεβαίωσε ότι είχα δίκιο.
Σηκώθηκα από την βιδωτή μου καρέκλα και του άνοιξα. Δεν τον κοίταξα στα μάτια, μόνο πήγα κατευθείαν στο ντουλαπάκι που φύλαγα το τσίπουρο.
- "Πάλι αυτό το ξέπλυμα θα μου δώσεις;" είπε και βρήκε ένα βρώμικο ποτήρι στο πάτωμα.
Έφτυσε μέσα του και το σκούπισε με την μπλούζα που φορούσε από μέσα. Βρήκα και 'γω ένα νεροπότηρο και αφού έχυσα το νερό στο πάτωμα έβαλα στα ποτήρια.
- "Στα καλτσόν που μας τυρανάν!" φώναξε και εγώ συμφώνησα
- "Στα καλτσόν"
Μου πήρε από το χέρι το μπουκάλι και γέμισε αυτός. Δεν μιλήσαμε. Μόνο εκείνος έκατσε στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας και γω ολόρθος να κοιτάω το λερό πάτωμα.
- "Είχες δώσει λόγο ωρέ;" με ρώτησε άγρια.
- "Άντε γαμήσου κωλοκρητηκέ" το γέλιο δεν μου βγήκε με άνεση.
- "Ό'ι, για αν έχεις δώσει λόγο, να μη γαμήκεις τώρα που πιάνουμε πόρτο" τα σάπια δόντια του με κορόϊδευαν στα ίσα.
Δεν απάντησα και γύρισα να κοιτάξω τον ΑηΝικόλα που με κοιτούσε σοβαρός. Δε τα πήγαινα καλά με τους αγίους και με τους παπάδες. Δεν έβρισκα αποκούμπι πάνω τους. Αλλά μέσα μου βαθιά τον ΑηΝικόλα τον είχα σε μεγάλη υπόληψη.
- "Τι σου λέει;" δέκα χρόνια μικρότερος και μου μίλαγε σαν πατέρας
- "Τι μου λέει ποιός; Ο Άγιος;"
- "Ποιός άγιος ωρέ κουζουλέ, το γυναικάκι σου! Τι σου μηνύει στο γραφτό τση;"
- "Κάνε δουλειά σου" δεν ήθελα να εξηγώ. Να ηρεμήσω ήθελα.
- "Όπως ορίζεις άρχοντά μου. Στις διαταγές σου αφέντη. Μα μη με αποπαίρνεις γιατί εμείς τση Κρήτης είμαστε κομματάκι κουζουλοί και δε τις σηκώνουμε τι αγράδες, α!"
- "Άντε στη βάρδια και μη με ζουλάς, δεν έχω όρεξη, θα στα πω μετά" το χαμόγελο δε μού'βγαινε με τίποτα.
Με ένα κλώτσημα η μηχανή ξανασταμάτησε και έδωσε στον Μιχαληό την ευκαιρεία να κατεβάσει το τσίπουρο και να σηκωθεί πάνω. Κάτι έβρισε και κοπάνησε την πόρτα φεύγοντας χωρίς άλλη κουβέντα. Δε μου κράταγε κακία γιατί ήξερε ότι θα του τα έλεγα όταν ήμουν έτοιμος. Τι να του πω; Είχα την ελπίδα ότι με το που θα πιάναμε πόρτο θα με περίμενε ένα γράμμα της. Που θα μου έλεγε τι; Θα μου έδινε εξηγήσεις; Δεν ξέρω και δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να μάθω.

Με την μηχανές σβηστές ο καιρός άρχισε να μας γυρίζει κατα πως ήθελε. Βγαίνοντας από την κουκέτα έχασα την ισοροπία μου και κοπάνησα με τον ώμο στη μπούκα. Αντί να ανεβώ πάνω να ρωτήσω τον τρίτο που με θέλει, κατέβηκα ίσα κάτω στην μηχανή. Καπνούς είδα και μάγκωσα ένα πυροσβεστήρα. Οι βρισιές με οδήγησαν εκεί που ήξερα ότι έιχε πρόβλημα. Ο Γιωργής και ο Ανέστης ο Δεύτερος της μασίνας ήταν όρθιοι και κοίταγαν την μηχανή. Ο πρώτος με λύσσα και ο δεύτερος με υπομονή. Στα πόδια του Ανέστη ήταν ένας πυροσβεστήρας ίδιος με τον δικό μου.
- "Άστο αυτό εδώ, μάλλον θα τον χρειαστούμε" τσίριξε ο Γιωργής με την ψιλή σχεδόν γυναικεία φωνή του. Και μετά "Τι θες εδώ κάτω; Πάνω πά'αινε, εκεί σε θέλουν"
Ξαναμπατάραμε άσκημα και αυτή τη φορά το περίμενα. Ίσα που κουνήθηκα. Ο Ανέστης κοπάνησε την καρκάλα του στα μπουριά και βλαστήμησε κάποιον Άγιο. Έφυγα γοργά και ανέβηκα στη γέφυρα.
- "Που είσαι τόση ώρα αναθεματισμένε, έλα γρήγορα στον μαρκόνι" ο Δεύτερος, ένας μπασμένος από την Λήμνο, 'τρύπα' τον λέγαμε από την μανία του με τις γυναίκες, δε μου είχε συμπάθεια.
Σκουντούφλαγα πίσω του για να τον φτάσω μέχρι να φτάσουμε στο καμαράκι του μαρκόνι. Που ήταν άδειο. Ο Βάγιος δεν ήταν μέσα και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα άδεια την κάμαρά του. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα, έτσι κι'αλλιώς στον 'τρύπα' δεν μίλαγα και πολύ.
- "Ξ'ερεις, δεν ξέρεις;" Με ρώτησε με ανυπομονησία. Ναι ήξερα. Μου είχε μάθει ο Βάγιος.
- "Που είναι ο Βάγιος" ρώτησα ανήσυχα.
- "Κοπάνησε την κεφάλα του. Εντάξει είναι, μόνο ζαλίζεται λίγο. Θα γίνει καλά. Στείλε σήμα να δεις ποιός είναι κοντά. Είδμαε ένα Μαλτέζικο πριν λίγο. Μπορεί να τους χρειαστούμε"
Τα πράγματα ήταν πιό σοβαρά απ'ότι νόμιζα. Και ο καιρός δυνάμωνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή που ακούμπισα τα δάχτυλά μου στο χειριστήριο το 'Αυγερινός του νότου" δικαιολόγησε το ανδρικό του όνομα και με πείσμα έδωσε μία κλωτσιά και πήρε μπρος. Έβηξε δυνατά να ξεμπουκώσει και άρχισε να ξαναμπαίνει σε πορεία. Αν και ήξερα ότι δεν θα ήταν για πολύ, σε τέτοιες καταστάσεις κοίταγα μόνο το παρόν. Ορτσάραμε στον καιρό και ήταν σαν να ακούστηκε ένας αναστεναγμός ανακούφισης απ' όλο το πλήρωμα. Ήταν όμως το καράβι που αναστέναξε.
Γύρισα και κοίταξα τον Δεύτερο περιμένοντας νέες όρντινες.
- "Άστο" μου είπε και αφουγκράστηκε. Ήξερε από μηχανές και τις καταλάβαινε με το αυτί.
- "Πότε πιάνουμε;" ρώτησα με θάρρος.
- "Στις πέντε το πρωί με το καλό" ήταν η απάντηση. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα. Είχαμε μέλλον. Και μετά "Σήκω που στρογγυλοκάθησες γαϊδούρι του κερατά, άντε στη μηχανή μη σε θέλουν"
Δεν του είπα ότι εκεί ήμουν. Δε τού'πα τίποτις. Μόνο έφυγα.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

23 μέρες πριν το ναυάγιο (αδράνεια)

Οι βλάβες άρχισαν η μια μετά την άλλη τα μεσάνυχτα της Κυριακής. Μέχρι το πρωί το πλοίο είχε μείνει βουβό και ακυβέρνητο. Μόνο οι κοφτοί ήχοι των βιαστικών βημάτων στην λαμαρίνα και οι ανήσυχες θυμωμένες φωνές των ναυτικών γέμιζαν τον αέρα μέσα και γύρω από το καράβι.

Με το πρωινό φως η κατάσταση ηρέμησε. Κάποιοι έμειναν να παλεύουν με τις βλάβες και οι υπόλοιποι στις κουκέτες να παλεύουν με τους φόβους και την αγωνία.

Ο Παντελής έστειλε τον καπετάν Μάρκο για ύπνο και έμεινε στην γέφυρα

Ο ‘Μικρός’ έφερε μια κανάτα καυτό τσάι. Πήραν και ένα πακέτο τσιγάρα αμερικάνικα από του ντουλαπάκι του καπετάνιου κάτω από τον ασύρματο και το ξανακλείδωσαν.

«Σου έχει συμβεί αυτό άλλη φορά Παντελή;»

«Αυτό το πράγμα όχι. Και οι μηχανές και οι γεννήτριες…Ξεψύχησε το καράβι.»

«Το τελευταίο σου ταξίδι είναι αυτό;»

Ο Παντελής χαμογέλασε . «Το προτελευταίο». Χτύπησε απαλά τις τσέπες του ψάχνοντας για αναπτήρα. «Έχεις φωτιά Μικρέ;»

Έβαλε τα χέρια του γύρω από την φλόγα και ένιωσε το χέρι του μικρού να τρέμει. Γύρισε τα μάτια ψηλά χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και τον κοίτάξε καθώς άφηνε τον καπνό να βγει μαζί με την ανάσα του. «Φοβάσαι Μικρέ;»

«Ανησυχώ Παντελή»

«Να ανησυχείς .Δεν είναι κακό. Όταν είσαι ακίνητος να ανησυχείς. Κοίτα. Τώρα όλα μοιάζουν ακίνητα. Όμως το καράβι υπακούει στα ρεύματα του νερού και του αέρα. Δεν υπακούει σε μας. Έτσι είναι. Κινείται αργά. και ανεπαίσθητα και μας παρασύρει. Τους βλέπεις πως τρέχουν πανικόβλητοι; Λες και τους παρασύρει η αδράνεια. Όμως δεν είναι η αδράνεια που σε «πετάει» μπροστά στο φρενάρισμα του λεωφορείου. Είναι η αδράνεια που έχει το μυαλό, οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα ένστικτα. Όλα αυτά ταξίδευαν μαζί με το καράβι. Και τώρα που το καράβι σταμάτησε αυτά συνεχίζουν και κινούνται με την ορμή του. Φυλάξου μικρέ. Έρχονται δύσκολες νύχτες.

24 μέρες πριν το ναυάγιο



Ξημέρωσε κι η σημερνή μέρα, Κυριακή νά'μαστε καλά, και ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ έπλεε ανοιχτά έξω από τα Κανάρια. Ηταν η εποχή που είχε κλείσει το Σουέζ και τα φορτηγά πλοία κάναν το γύρο της Αφρικής για να πάνε προς τον Ινδικό και τις θάλασσες της Ανατολής. Αυτή τη φορά, το μπάρκο ήτανε για Πόρτο Λάγος Νιγηρία κι από εκεί για Κέηπ Τάουν. Μετά, αν ήθελε ο Θεός και η τύχη, μακάρι να φορτώναν για Σιγκαπούρη, όπου να μέναν και κάνα μήνα για επισκευές. Το καράβι χρειαζόταν επειγόντως ένα γερό καθάρισμα στο σκαρί, κάτω απ' τα ίσαλα, συντήρηση μιας μηχανής και αλλαγή της άλλης, που, όπου νά 'ναι, θα τά 'φτυνε. Βόγγαγε σαν ασθματικός στα τελευταία του. Ηταν κι η τρύπα που είχε ανοίξει στο δεξί αμπάρι και που την είχαν ψιλομπαλώσει στο Οράν. Ο καπετάνιος δεν ανησυχούσε, είχε διατάξει να μένει άδειο εκειό το αμπάρι, οπότε δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί και το πλήρωμα.


Η θάλασσα έπαιρνε στο ηλιοβασίλεμα ένα κιτρινόγκριζο αρρωστημένο χρώμα και ο Παντελής θυμόταν τα πρώτα του ταξίδια στην περιοχή αυτή. Τότε που είχε μπαρκάρει τζόβενο ο Γιωργής από τα Τρίκκαλα. Αυτός ο Γιωργής ήταν ο καλύτερος άνθρωπος και ναυτικός που είχε συναντήσει στη ζωή του. Γελαστός και πρόθυμος, με τον καλό λόγο στα χείλη βρέξει χιονίσει. Το καράβι τότε ήταν γκαζάδικο και ανήκε στο στόλο του Ωνάση, πριν το πάρει ο τωρινός ιδιοκτήτης και το μετατρέψει σε φορτηγό. Ερε, δόξες και ταξίδια τότε! Στιγμή δεν έμενε σε λιμάνι, που λένε. Ολο στο δρόμο της θάλασσας βρισκόντουσαν. Ατλαντικό, Περσικό, Ινδικό, ακόμα και Ειρηνικό -μια φορά. Από τα καφτά νερά του Ινδικού στα παγωμένα της Βόρειας θάλασσας μέσα σ' ένα μήνα. Εκεί μάλλον άρπαξε τη γερή βρογχίτιδα που ακόμα, όλο και πιο συχνά, τον ταλαιπωρεί.

Η Κυριακή ήταν μέρα ξεκούρασης για τους τρεις καμαρότους του πλοίου. Τις Κυριακές οι δουλειές τους ήταν μειωμένες, ασχολούνταν μονάχα με λιγοστές αγγαρείες. Μόνο στην τραπεζαρία εργαζόντουσαν και όχι στις καμπίνες και στα καταστρώματα. Οπότε, ο Παντελής είχε την πολυτέλεια να μπορεί να ρεμβάζει τις απογευματινές ώρες και ν' απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα ακουμπισμένος στην κουπαστή. Ετσι θυμήθηκε το Γιωργή και τα τρία ολόκληρα ζαχαρένια χρόνια που είχαν συνταξιδέψει. Μέχρι που ξεμπάρκαρε και παντρεύτηκε κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κι ούτε που χρησιμοποίησε ποτέ το δίπλωμα του γραμματικού. Η γυναίκα τον πήρε από τη θάλασσα βλέπεις. Αντάλλασσαν κάρτες ευχετήριες αραιά και που στην αρχή, τώρα πια όμως η θερμή φιλική σχέση τους είχε ξεφτίσει.

Ετσι είναι. Γυναίκα μαθές και η θάλασσα, και μπορεί να την απατά ένας άντρας. Ο Παντελής όμως της έμενε πιστός και, ως φαίνεται, θα της έμενε για πάντα, ίσαμε το τέλος της ζωής του. Υπάρχουν άντρες που τα ταιριάζουν καλά, έχουν και γυναίκα και οικογένεια με παιδιά, έχουν και τη θάλασσα ερωμένη, μερικοί έχουν κι άλλες γυναίκες στα λιμάνια, και το φέρνουν βόλτα όλο αυτό το γυναικομάνι. Αυτός μέ τη θάλασσα έμενε και κάπου κάπου δυσκολευόταν κιόλας να την κάνει ζάφτι. Ολο τα δικά της έκανε και τον παίδευε. Πότε τον ζάλιζε με μυρωδιές, πότε με τις φουρτούνες της και πότε τον καλόπιανε, καλή ώρα το σημερνό απομεσήμερο, με την απλάδα και τη γαλήνη της.

Τώρα που το ξανασκέφτεται, με το Γιωργή συναντήθηκαν τελευταία φορά στο γάμο του Γιαννάκη του Σκεντζέ, σ' ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Τρόμαξαν να πάνε σε κείνο το χωριό, όλο κατσικόδρομοι και γκρεμοί, χειρότερα κι απ' το δικό του το κατσάβραχο. Ο Γιαννάκης πάντως έσκιζε μέσ' στα γαμπριάτικα και, παρόλο που είχε σαράντατόσους καλεσμένους, αφιέρωσε στους "φίλους απ' τα καράβια" -όπως τους παρουσίαζε- περισσότερο χρόνο κι απ' όσο στη νύφη, μια πεντάμορφη μικροκαμωμένη κοπελίτσα. Ο Γιαννάκης θα ξαναμπαρκάριζε καμαρότος, αλλά σε πλοίο της γραμμής Αργοσαρωνικού. Είχε τα μέσα ο πεθερός βλέπεις, και φρόντιζε την κορούλα του να μη μένει μόνη και πλαντάζει. Πάει κι ο Γιαννάκης λοιπόν, θυσία στα ρηχά για μια γυναίκα κι εκείνος.

«Τι σου είναι ο άνθρωπος λοιπόν, αχ!» συλλογίστηκε αναστενάζοντας, «τρεις φίλοι, τρεις ναυτικοί, κι όλοι από τα βουνά!» Ισως αυτή να ήταν και η αιτία για το δέσιμό τους, η ορεινή καταγωγή τους. Οι άλλοι, οι καθαυτό θαλασσινοί, νησιώτες κυκλαδίτες, επτανήσιοι ή κρητικοί, τη θάλασσα την είχαν μέσα τους, την κουβαλούσαν από γεννησιμιού τους, οπότε ήταν φυσικό να την αγαπούν και να δένονται μαζί της. Αυτοί οι βουνήσιοι, πώς έγινε και βρεθήκαν στα πέλαγα; Αυτός ο ίδιος ιδίως, που ούτε ζωγραφιστή δεν την είχε δει ως τα δεκαεννιά του, αυτός έμενε κολλημένος μαζί της και το έβρισκε κιόλας εντελώς φυσικό.




Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2007

25 μέρες πριν το ναυάγιο (Μυστικά)

Το πιο βαρύ φορτίο που κουβάλαγε το καράβι δεν ήταν το σίδερο. Ήταν τα μυστικά των ναυτικών. Και όσο κινδύνευε το εμπόρευμα να ξεχυθεί από τις ρωγμές στη λαμαρίνα άλλο τόσο απειλούσαν οι κραδασμοί της ζωής τα μυστικά των ανθρώπων. Γιατί τα μυστικά είναι ρευστά. Έχουν γεύση και μυρωδιά. Κάποιες φορές είναι γλυκά, κάποιες άλλες σε μεθούν και μερικές φορές είναι πικρά τόσο που να σε πονούν.

Ο Παντελής δεν είχε δικά του μυστικά, είχε όμως τα μυστικά των άλλων. Κρυφούς έρωτες, ασυνήθιστες αγάπες, μικρές απάτες, απιστίες, μεγάλες ενοχές. Όλα γραμμένα στο μυαλό του. Τα πιο πολλά γραμμένα στην ώρα της βάρδιας τη νύχτα στη γέφυρα του πλοίου, τότε που τα μάτια κοιτούν μπροστά στο σκοτάδι ή στο σκοτεινό φως του φεγγαριού.

Ο πρόλογος ενός μυστικού, σκεφτόταν ο Παντελής, είναι η σιωπή που ανακατεύει τις σκέψεις, μέχρι μια να κολλήσει στην όχθη του μυαλού. Και τότε θες να την μοιραστείς όπως ξεσκαλώνεις το κλαδί που μπλέχτηκε στα βράχια και αντιστέκεται στην ροή του νερού.

Τι αναρωτιέσαι Παντελή; Αν όλες αυτές οι εκμυστηρεύσεις ήταν ανάγκη πραγματική; Η μήπως ήταν επιταγή της πλήξης που προκαλούν τα ταξίδια με τον ίδιο σκοπό στον επαναλαμβανόμενο προκαθορισμένο προορισμό;

«Θα σου απαντήσω μόνο γιατί με είπες με το όνομά μου. Δεν ξέρω. Οι άνθρωποι λένε μυστικά όταν απεγνωσμένα περιμένουν να συμβεί κάτι, με τον ίδιο τρόπο που φοβούνται μήπως η αποκάλυψή τους αλλάξει αυτό το "κάτι" που "απολαμβάνουν" στη ζωής τους. Ίσως λοιπόν να πρόκειται για μια ανάγκη να πολεμήσεις την πλήξη.Δε ξέρω.Εχει φεγγάρι σήμερα. Τα μυστικά ξαγρυπνούν»

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2007

26 μέρες πριν το ναυάγιο



Είκοσι έξι μέρες είχε μπροστά του ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, ο σκυλοπνίχτης που μαζί του ταξίδευε ο Παντελής τόσα χρόνια, δέκα χρόνια ακριβώς παραπάνω από τη μισή του ζωή. Είχε καβατζάρει πια για τα καλά τα πενηνταπέντε και ετοιμαζόταν ψυχολογικά να βγει στη σύνταξη. Το ταμείο των ναυτικών ήταν καλό ακόμα, δεν είχε πάθει το κάζο που θα τό'φερνε σχεδόν στον πάτο. Είχε επισκεφτεί μια φορά το κτίριο στην οδό Ακαδημίας όταν ήταν καινούργιο ακόμα και είχε θαυμάσει τι μπορούν να κάνουν οι ναυτικοί με τα λεφτά τους, τα λεφτά που βγαίνανε με το χάρο να παραφυλάει στα κύματα, στους αέρηδες, στις ξέρες. Από αυτό το ταμείο, το Ν.Α.Τ., θα έπαιρνε σύνταξη και είχε αρχίσει να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει στη στεριά.

Να γυρίσει στο χωριό του, ούτε λόγος. Η γενιά η παραπάνω απ' αυτόν είχαν πεθάνει όλοι σχεδόν εκτός από τη θειά Μαριγούλα, που ήταν μισότυφλη. Ο αδερφός του ο μικρός ζούσε από χρόνια στη Γερμανία, εκεί είχε κάνει οικογένεια, εκεί τον είχε οδηγήσει το ριζικό του. Κάτι ξαδέρφια είχε, αλλά ποιος τα χέζει. Οταν η μάνα του χαροπάλευε, ένα ποτήρι νερό δεν της δώσαν, μόνο κοίταζαν ποιος να πρωτοπάρει πράματα -ζώα και χωράφια- μια και τον είχαν ξεγραμμένο. Κανείς στο χωριό δεν πίστευε ότι ο Παντελής θα γύρναγε μια μέρα, «αυτός πάει, τόν πήρε η θάλασσα» λέγαν και σταυροκοπιόντουσαν.

Εκείνος όμως θα τό'θελε να γυρίσει, μόνο αν ζούσαν τα γονικά του κι άμα ήταν νεότερος, νά'βρισκε καμιά μεγαλοκοπέλα και να παντρευόταν καλά θά'ταν. Χωρίς κοντινούς συγγενείς και χωρίς προξενειό στον ορίζοντα, χωρίς δικά του ζωντανά, τι να πήγαινε να κάνει; Να πάει να τσακωθεί με τα ξαδέρφια ή να χαραμίζει τις ώρες του στο καφενείο; Αμπα, με καμιά κυβέρνηση δε θα γύρναγε πίσω. Το τι θά'κανε με τη σύνταξη θα το λόγιαζε όταν θα'ρχόταν εκείνη η ώρα.

Τόσα χρόνια στις θάλασσες, ο Παντελής ο Στάκας δεν είχε μάθει να κολυμπά. Ποτέ του δεν δοκίμασε να μπει μέσα στο νερό. Οχι πως το φοβόταν, αλλά του έφτανε που ήταν συνέχεια περιτριγυρισμένος από αυτό, που η αλμύρα του πότιζε το δέρμα. Του ήταν αρκετό να σεργιανίζει έξω στα καταστρώματα, όταν σταμάταγε τη δουλειά, όπως κάνουν οι στεριανοί βόλτα στις πλατείες. Εκεί, παλιά, συναντούσε το νονό του το λοστρόμο. Στα πέντε χρόνια ταξιδιού, εκείνος έμεινε στη Μαρσέγια με μια μαροκινή γαλλίδα, άσπρη και ξανθιά, από αυτές που λένε "μαυροπόδαρες" επειδή ήταν γέννημα-θρέμμα του Μαρόκου αλλά φερμένες στη Γαλλία μετά την ανεξαρτησία. Ηταν παντρεμμένη μ' ενα λογιστή, αλλά μόλις γνώρισε το νονό του το λοστρόμο ξεμυαλίστηκε -όχι λιγότερο από κείνον- και παράτησε άντρα και τρία παιδιά για να ζησει μαζί του αστεφάνωτη.

Τα υπόλοιπα χρόνια ως τα σήμερα, έφερνε το νονό στη σκέψη του και τον φανταζόταν ευτυχισμένο με τη "μαυροπόδαρη" γαλλίδα του να ψαρεύει στο παλιό λιμανάκι της Μαρσέγιας. Δεν του πέρναγε από το νου ότι μάλλον πίπες θά'χαν γίνει τα κοκκαλάκια του νονού, τόσος καιρός που είχε περάσει. Οταν έχουμε καιρό να δούμε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, σα να μη περνούν τα χρόνια για κείνο. Φέρνουμε την εικόνα του στο νου μας όπως τη γνωρίζαμε και ο χρόνος που περνά για μας σα νερό, για κείνο στέκει ακίνητος, μη πω και ότι πάει και προς τα πίσω. Η εικόνα που βρισκόταν στου Παντελή το μυαλό για το νονό του, ήταν ακριβώς εκείνη που είχε παλιά, όταν είχε πάει στο χωριό το τελευταίο Πάσχα πριν τον καλέσει να μπαρκάρει και ήταν η μορφή ενός άντρα σαραντάρη, γερού και δυνατού.

«Ε, Παντελή, τι σκέβεσαι πάλι;» τον ρώτησε ο Θάνος ο μανιάτης από το μπαρ του πληρώματος, προσθέτοντας «να βάλω ακόμα μια μπιρίτσα;»

Αλλο κουμάσι και τούτος δα, σκέφτηκε ο γερο-καμαρότος κι έγνεψε "όχι" με το κεφάλι. Θύμωσε που τού'κοψε στη μέση το συλλογισμό για το νονό και τη γαλλίδα και τη σύνταξη ή λυπήθηκε; Σηκώθηκε πάντως και, αφήνοντας ένα «άντε και καληνύχτα» μαζί με τα λεφτά για τις μπίρες, κίνησε για την καμπίνα των καμαρότων. Κανονικά, δικαιούνταν μοναχική καμπίνα τόσα χρόνια στο καράβι, η μοναξιά τον βάραινε πολύ όμως και, όταν ο καπετάνιος του το πρότεινε, είχε το κουράγιο να αρνηθεί. Η μοναξιά, αχ, αυτο είναι το σαράκι του ναυτικού πιότερο κι από τη νοσταλγία της στεριάς. Παλιά, κάθε που πιάνανε λιμάνι κατέβαινε για ένα γύρο, να δει το μάτι του κι άλλο κόσμο. Τώρα πια τα λιμάνια τά'χε γνωρίσει καλά, ο κόσμος σα να ήταν ίδιος παντού, το σπίτι κι η ζωή του ήταν το καράβι και δεν είχε πλέον περιέργεια να δει τίποτ' άλλο. Ετσι και σήμερα, πήγαινε για ύπνο την ώρα που οι περισσότεροι είχαν βγει για τσάρκα στα στενά του Οράν. Αύριο θα σηκώναν άγκυρα και ήθελε νά'ναι ξύπνιος από νωρίς.


Σχόλια -Ι




Ανοίγω μια σελίδα για σχόλια, που θα εμφανίζεται στη δεξιά μπάρα. Οταν έχουμε να σχολιάσουμε κάτι που δεν αφορά τα posts, μπορούμε να σχολιάζουμε στα σχόλια, να ανταλλάσσουμε ιδέες για την πρόοδο της αφήγησης, κλπ.





Προσθέτω και δυο φωτό του Στέφανου, μια από το προφίλ του και μια που μου έστειλε, ώστε να διαλέξει ποια θα μπει στη μπάρα. Για την ώρα βάζω την πρώτη, την αγριεμένη που φέρνει πιο πολύ σε θαλασσόλυκο(!!) αν και προτιμώ τη δεύτερη!!!

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007

27 μέρες πριν το ναυάγιο- (Το "τετράδιο")

Έμεναν επτά μέρες ακριβώς μέχρι το ναυάγιο. Που να το ξέρει ο Παντελής. Αν και θα έπρεπε να θυμάται το φλιτζάνι που του είχε πει η Ζηνοβία στο Πέραμα πριν φύγει για το δεύτερο μπάρκο. Αλλά σιγά μη θυμόταν. Άσε που δεν τα πίστευε αυτά.

Όμως τον παραξένευε λίγο που εκείνη η εκκρεμότητα είχε κολλήσει «φάτσα κάρτα» -όπως έλεγε ο λοστρόμος- στον ουρανό της κουκέτας του. Και ήταν η μοναδική εκκρεμότητα της ζωής του Παντελή.Μέχρι εκείνη την νύχτα.

Βγήκε να περπατήσει λίγο στο κατάστρωμα, να αλλάξει μυρωδιές και να νιώσει το καράβι να κινείται. Δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να προχωρήσει την ζωή του μπροστά. Αρκεί που προχωρούσε το καράβι. Μη σας φαίνεται παράξενο. Ίσως έχει συμβεί και σε εσάς. Όχι; Μα ελάτε τώρα. Η ζωή του Παντελή μετριόταν με εκατόν είκοσι βήματα από την πρύμνη στην πλώρη. Η δική σας ίσως να μετριέται με εκατόν είκοσι μέτρα ή χιλιόμετρα. Τι σημασία έχει. Τι σημασία έχει αν περιμένεις το επόμενο λιμάνι ή το επόμενο σαββατοκύριακο, την επόμενη αργία; Όλοι έχουμε να περιμένουμε κάτι. Άσχετο αν το διαλέξαμε εμείς ή οι άλλοι.

«Η ζωή και το καράβι κινείται ακόμα και όταν κοιμόμαστε» είχε πει ένα βράδυ ο Παντελής. Και όλοι γέλασαν. «Α ρε Παντελή. Θαλασσοκαλόγερε». Αλλά αυτός συνέχισε. «Θυμάστε το βράδυ που έσβησαν οι μηχανές; Που την βγάλατε όλοι στο κατάστρωμα , στο κρύο; Μόνο και μόνο για να ακούτε τον θόρυβο της θάλασσας και του αέρα; Δεν αντέχετε τον θόρυβο του μυαλού σας ε;». «Βάλε του ένα κίτρινο ακόμα ρε μικρέ να μας πει και άλλα» φώναξε χαμογελώντας ο «δεύτερος». Ο «μικρός» κοκκίνισε καθώς του γέμιζε το ποτήρι. Ο «μικρός» είχε μόνο εικοσιπέντε χρόνια πίσω του, τα μισά του Παντελή, «Και που είσαι μικρέ. Δεν φέρνεις το τετράδιο να τις γράφεις τις σοφίες του Παντελή φρέσκιες μην τις ξεχάσεις; Έλα ρε που ντρέπεσαι και κοκκινίζεις. Παντελή ξέρεις πως ότι κάθε 'σοφία' που μας λες πάει και την γράφει ο μικρός το βράδυ, στα σκοτεινά, στο τεφτέρι του;»